- ἐμφόρβιος
- ἐμφόρβιος, ον,A eating away, consuming,
τινός Nic.Th.629
.II ἐμφόρβιον, τό, pasture-money, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινός Nic.Th.629
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφόρβιος — ἐμφόρβιος, ον (Α) 1. αυτός που κατατρώει, καταναλώνει, απομαραίνει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφόρβιον τέλος που καταβαλλόταν για τη νομή, τη βοσκή … Dictionary of Greek
ἐμφόρβιον — ἐμφόρβιος eating away masc/fem acc sg ἐμφόρβιος eating away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφόρβια — ἐμφόρβιος eating away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)